- Παναχαιοί
- Παναχαιοί, οἱ (Α)ὅλοι οι Αχαιοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + Ἀχαιός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Παναχαιοί — Παναχαιός masc nom/voc pl Παναχαιοί all the Achaeans masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παναχαιούς — Παναχαιός masc acc pl Παναχαιοί all the Achaeans masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παναχαιῶν — Πανάχαια fem gen pl Παναχαιά all the Achaeans fem gen pl Παναχαιός fem gen pl Παναχαιός masc/neut gen pl Παναχαιοί all the Achaeans masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)